- ἀπώγων
- ἀ-πώγων, unbärtig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀπώγων — beardless masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώγων — (apogon). Γένος ψαριών της οικογένειας των περκιδών, που ζει και στην Ελλάδα. Το κυριότερο είδος φτάνει σε μήκος τα 12 εκ. και έχει σώμα μακρουλό και πλακωτό, σκεπασμένο με λέπια. H ράχη του ψαριού αυτού είναι κοκκινωπή, το κεφάλι του… … Dictionary of Greek
ἀπώγωνες — ἀπώγων beardless masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώγωνος — ἀπώγων beardless masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)